Liste bulgarischer Bezeichnungen griechischer Orte — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. In dieser Liste werden die südslawischen den griechischen… … Deutsch Wikipedia
Liste mazedonischer Bezeichnungen griechischer Orte — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. In dieser Liste werden die südslawischen den griechischen… … Deutsch Wikipedia
Liste südslawischer Bezeichnungen griechischer Orte — In dieser Liste werden die südslawischen den griechischen Bezeichnungen von Orten in Griechenland gegenübergestellt. Viele griechische Siedlungen hatten in ihrer Geschichte griechische und nichtgriechische Namensformen. Eine Vielzahl dieser Namen … Deutsch Wikipedia
Paleo Agioneri — Παλαιό Αγιονέρι … Deutsch Wikipedia
βαλεριάνα — Γένος, το σημαντικότερο και πιο ενδιαφέρον, της οικογένειας των βαλεριανιδών, ετήσιων ή πολυετών ποωδών φυτών, κυρίως των ευκράτων ή ψυχρών περιοχών της Ευρώπης και της βόρειας και δυτικής Ασίας. Άλλα γένη της ίδιας οικογένειας με φυτά αυτοφυή… … Dictionary of Greek
διμορφοθήκη — Γένος ετήσιων (δ. η πορτοκαλόχρους) και πολυετών (δ. η πλουβιάλις) δικοτυλήδονων ανθόφυτων, της οικογένειας των συνθέτων. Η πρώτη κατηγορία έχει άνθη με ζωηρά χρώματα (κρεμ, πορτοκαλί, κίτρινο κλπ.) και η δεύτερη λευκά με μπλε στο κέντρο τους.… … Dictionary of Greek
εσχολτζία — (escholtzia). Γένος μονοετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των παπαβεριδών (δικοτυλήδονα). Περιλαμβάνει περίπου 120 είδη της Νότιας Αμερικής. Είναι καλλωπιστικά φυτά και στην Ελλάδα είναι γνωστά με την ονομασία κιτρινοπαπαρούνα. Πιο… … Dictionary of Greek
ιβερίδα — Γένος φυτών της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα). Συναντώνται στη νότια Ευρώπη, στη βόρεια Αφρική και στη δυτική Ασία. Το γένος περιλαμβάνει ετήσιες ή πολυετείς πόες και φρυγανώδεις θάμνους με φύλλα κατ’ εναλλαγή, ακέραια, οδοντωτά ή… … Dictionary of Greek
νεμέζια — Μονοετής πόα της οικογένειας των Σκροφουλαριδών (δικοτυλήδονα), που κατάγεται από τη Νότια Αφρική. Η επιστημονική ονομασία της είναι νεμεσία η χαραδική. Σχηματίζει πυκνές τούφες από πολλούς βλαστούς, ύψους 20 30 εκ., με φύλλα αντίθετα και άνθη με … Dictionary of Greek